Ο γέρος άρχισε να κατεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην όμορφη αυλή του παρελθόντος. Μόλις έφτασε, αγνόησε τα πονεμένα του κόκαλα και σαν μικρό παιδί βάδισε γοργά -σχεδόν έτρεξε- προς το πηγάδι,το πηγάδι της νοσταλγίας. Χάιδεψε τρυφερά το εξωτερικό του. Αποφασισμένος έπιασε με τα ζαρωμένα χέρια το σχοινί.
Ιδρωμένος άρπαξε το ξύλινο κουβά που μόλις είχε ανεβάσει και κάρφωσε τα δακρυσμένα μάτια του στο κρυστάλλινο νερό. Τότε αντίκρισε το χαμόγελο της μητέρας του, την σοφία του πατέρα του, τις παιδικές χαρές, τις νεανικές αταξίες, τα δύσκολα χρόνια της εργασίας, την όμορφη γυναίκα του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, τον τελευταίο περίπατο στο δάσος με τον -νεκρό τώρα- φίλο του, τον χθεσινό καφέ, τα σκαλοπάτια, την επαφή του με το πηγάδι, το σχοινί, την στιγμή πριν απ΄το τώρα, τον εαυτό του.
Δ.Μ
Ιδρωμένος άρπαξε το ξύλινο κουβά που μόλις είχε ανεβάσει και κάρφωσε τα δακρυσμένα μάτια του στο κρυστάλλινο νερό. Τότε αντίκρισε το χαμόγελο της μητέρας του, την σοφία του πατέρα του, τις παιδικές χαρές, τις νεανικές αταξίες, τα δύσκολα χρόνια της εργασίας, την όμορφη γυναίκα του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, τον τελευταίο περίπατο στο δάσος με τον -νεκρό τώρα- φίλο του, τον χθεσινό καφέ, τα σκαλοπάτια, την επαφή του με το πηγάδι, το σχοινί, την στιγμή πριν απ΄το τώρα, τον εαυτό του.
Δ.Μ