17.11.13

Συμβιβασμός στο Θάνατο

Τα τούβλα με το καιρό ράγιζαν. Η φωτιά στο τζάκι έχανε την αίγλη της. Τα έπιπλα είχαν παλιώσει. Με αργές κινήσεις βημάτισε προς την έξοδο. Όταν κράτησε το σκονισμένο πόμολο, κατάλαβε πως ενεργούσε άθελά του. Το πρόσωπό του άλλαξε, ζάρωσε, ερεθίστηκε από τα πρώτα δάκρυα. Κλωστές βγαλμένες από το υποσυνείδητό του είχαν γραπώσει κάθε του μυ, κάθε του σκέψη. Με τρεμάμενο χέρι άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω. Βρισκόταν στο χάος.
 Ο χώρος δεν υπήρχε πια, ο χρόνος δεν κυλούσε. Ο κόσμος του κατέρρευσε με το κλείσιμο της πόρτας. Μαύρα φίδια διείσδυσαν στα σωθικά του, αφάνισαν κάθε ανάμνηση της χαμένης του φωλιάς. Ξέχασε τι έμαθε, τι έζησε, τι ένιωσε. Την ζεστασιά, την συντροφιά και την γαλήνη. Μονάχα την ύπαρξη της θυμόταν. Ήξερε πως κάποτε οι σκέψεις του έβρισκαν καταφύγιο σε ένα μέρος που τώρα έχει εξαφανιστεί.
 Σιγά σιγά συνήθισε στο μίζερο χώρο όπου επιβίωνε. Το σκοτάδι δεν ήταν πια εχθρός, η ακινησία έγινε μέρος του χαρακτήρα του. Έμαθε να ζει στο άχρωμο κελί του. Οι σκέψεις του βρίσκονταν σε ένα κελί κλειδωμένες, δεν της χρειαζόταν. Κατανόησε την αύρα του σκότους.Υπήρχαν στιγμές που χαιρόταν να βρίσκεται μέσα της. Υπήρχαν όμως στιγμές που νοσταλγούσε την παλιά φωλιά του, το φως και την ελπίδα που την χαρακτήριζαν.
 Χρόνια πέρασαν στον υπαρκτό κόσμο, ο ψυχικός του κόσμος όμως βρισκόταν πάντα ακίνητος ώσπου μια μέρα ήρθε ο καιρός να χαιρετήσει την ζωή. Δεν τον ένοιαζε, δεν τον φόβιζε ο θάνατος: ζούσε σε αυτόν χρόνια πριν έρθει η ώρα του.
 Την ώρα που ξεψυχούσε θυμήθηκε το πνευματικό του σπίτι . Το υποσυνείδητο του τον είχε οδηγήσει μακριά απ'αυτό. Το υποσυνείδητο του τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Το υποσυνείδητο του τον είχε μετατρέψει σε μία κουραστική δυστυχισμένη ύπαρξη. Γιατί όμως; Γιατί η μοίρα του ταυτίστηκε με τον θάνατο;
 Τότε κατάλαβε. Κατάλαβε πως ο δρόμος του δεν ήταν ο θάνατος. Ο θάνατος ήταν το μεταβατικό στάδιο. Είχε αποκομίσει όσα χρειαζόταν από την χαμένη του φωλιά, και το υποσυνείδητο του προσπάθησε να τον οδηγήσει σε μιαν άλλη. Ο πόνος που ένιωθε τόσα χρόνια δεν είχε σκοπό να τον καταστρέψει άλλα να τον διώξει μακριά από τον θάνατο.
 Όλη του η ζωή είχε χαθεί σε μία απλή παρεξήγηση. Όλη του η ζωή χάθηκε στον θάνατο. Όπως και η ζωή κάθε ανθρώπου που συμβιβάζεται στον θάνατο.

Δ.Μ


A Klee painting named Angelus Novus shows an angel looking as though he is about to move away from something he is fixedly contemplating. His eyes are staring, his mouth is open, his wings are spread. This is how one pictures the angel of history. His face is turned toward the past. Where we perceive a chain of events, he sees one single catastrophe which keeps piling wreckage upon wreckage and hurls it in front of his feet. The angel would like to stay, awaken the dead, and make whole what has been smashed. But a storm is blowing from Paradise; it has got caught in his wings with such violence that the angel can no longer close them. The storm irresistibly propels him into the future to which his back is turned, while the pile of debris before him grows skyward. This storm is what we call progress.