20.12.13

Ο τόπος που δεν βρέθηκε

Περίμενες να βρεις ζεστασιά και ελπίδα, συντροφιά και ηρεμία. Περίμενες να χορέψεις τον χορό της ευτυχίας, να χορέψεις στους ρυθμούς μιας καινούριας μελωδίας. Δεν περίμενες όμως πως η μελωδία αυτή πιο πολύ την δυστυχία επαινεί παρά την χαρούμενη εικόνα που σχεδίαζες κάθε μέρα στο μυαλό σου. Χαμένος τώρα κοιτάς τον καθρέφτη με μετάνοια. Μετάνιωσες που είχες μεγάλες προσδοκίες, αγνοώντας την πιθανότητα να μην αντικρίσεις την χαριτωμένη σου εικόνα. Μετανιώνεις κάθε μέρα που αγνοείς τις πνευματικές σου ανάγκες, που σταματάς τον χρόνο χαμένος σε ανούσιες ασχολίες. Κουράστηκα να μετανιώνω, κουράστηκα να σκέφτομαι τι θα γινόταν αν είχα πράξει διαφορετικά, αν είχα σκεφτεί διαφορετικά. Ίσως ήρθε η ώρα να περάσω στο επόμενο στάδιο.

Δ.Μ

8.12.13

Το κρύο απόψε

 Το φεγγάρι είναι κρυμμένο αυτήν την νύχτα. Παγωμένος άνεμος κατακτά τους δρόμους της δυστυχισμένης πόλης. Διεισδύει στα σπίτια από τα μισόκλειστα παράθυρα. Γλιστράει ύπουλα μέσα από τις φορεσιές των ανθρώπων που μάταια επιδιώκουν τη ζέστη στο σαλόνι τους. Μονάχα το κρύο υπάρχει απόψε. Αυτό κυριαρχεί και ελέγχει τις καρδιές μας.

Δ.Μ    

17.11.13

Συμβιβασμός στο Θάνατο

Τα τούβλα με το καιρό ράγιζαν. Η φωτιά στο τζάκι έχανε την αίγλη της. Τα έπιπλα είχαν παλιώσει. Με αργές κινήσεις βημάτισε προς την έξοδο. Όταν κράτησε το σκονισμένο πόμολο, κατάλαβε πως ενεργούσε άθελά του. Το πρόσωπό του άλλαξε, ζάρωσε, ερεθίστηκε από τα πρώτα δάκρυα. Κλωστές βγαλμένες από το υποσυνείδητό του είχαν γραπώσει κάθε του μυ, κάθε του σκέψη. Με τρεμάμενο χέρι άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω. Βρισκόταν στο χάος.
 Ο χώρος δεν υπήρχε πια, ο χρόνος δεν κυλούσε. Ο κόσμος του κατέρρευσε με το κλείσιμο της πόρτας. Μαύρα φίδια διείσδυσαν στα σωθικά του, αφάνισαν κάθε ανάμνηση της χαμένης του φωλιάς. Ξέχασε τι έμαθε, τι έζησε, τι ένιωσε. Την ζεστασιά, την συντροφιά και την γαλήνη. Μονάχα την ύπαρξη της θυμόταν. Ήξερε πως κάποτε οι σκέψεις του έβρισκαν καταφύγιο σε ένα μέρος που τώρα έχει εξαφανιστεί.
 Σιγά σιγά συνήθισε στο μίζερο χώρο όπου επιβίωνε. Το σκοτάδι δεν ήταν πια εχθρός, η ακινησία έγινε μέρος του χαρακτήρα του. Έμαθε να ζει στο άχρωμο κελί του. Οι σκέψεις του βρίσκονταν σε ένα κελί κλειδωμένες, δεν της χρειαζόταν. Κατανόησε την αύρα του σκότους.Υπήρχαν στιγμές που χαιρόταν να βρίσκεται μέσα της. Υπήρχαν όμως στιγμές που νοσταλγούσε την παλιά φωλιά του, το φως και την ελπίδα που την χαρακτήριζαν.
 Χρόνια πέρασαν στον υπαρκτό κόσμο, ο ψυχικός του κόσμος όμως βρισκόταν πάντα ακίνητος ώσπου μια μέρα ήρθε ο καιρός να χαιρετήσει την ζωή. Δεν τον ένοιαζε, δεν τον φόβιζε ο θάνατος: ζούσε σε αυτόν χρόνια πριν έρθει η ώρα του.
 Την ώρα που ξεψυχούσε θυμήθηκε το πνευματικό του σπίτι . Το υποσυνείδητο του τον είχε οδηγήσει μακριά απ'αυτό. Το υποσυνείδητο του τον βασάνιζε όλα αυτά τα χρόνια. Το υποσυνείδητο του τον είχε μετατρέψει σε μία κουραστική δυστυχισμένη ύπαρξη. Γιατί όμως; Γιατί η μοίρα του ταυτίστηκε με τον θάνατο;
 Τότε κατάλαβε. Κατάλαβε πως ο δρόμος του δεν ήταν ο θάνατος. Ο θάνατος ήταν το μεταβατικό στάδιο. Είχε αποκομίσει όσα χρειαζόταν από την χαμένη του φωλιά, και το υποσυνείδητο του προσπάθησε να τον οδηγήσει σε μιαν άλλη. Ο πόνος που ένιωθε τόσα χρόνια δεν είχε σκοπό να τον καταστρέψει άλλα να τον διώξει μακριά από τον θάνατο.
 Όλη του η ζωή είχε χαθεί σε μία απλή παρεξήγηση. Όλη του η ζωή χάθηκε στον θάνατο. Όπως και η ζωή κάθε ανθρώπου που συμβιβάζεται στον θάνατο.

Δ.Μ


A Klee painting named Angelus Novus shows an angel looking as though he is about to move away from something he is fixedly contemplating. His eyes are staring, his mouth is open, his wings are spread. This is how one pictures the angel of history. His face is turned toward the past. Where we perceive a chain of events, he sees one single catastrophe which keeps piling wreckage upon wreckage and hurls it in front of his feet. The angel would like to stay, awaken the dead, and make whole what has been smashed. But a storm is blowing from Paradise; it has got caught in his wings with such violence that the angel can no longer close them. The storm irresistibly propels him into the future to which his back is turned, while the pile of debris before him grows skyward. This storm is what we call progress.

14.10.13

Το όνειρο

Ψυχροί άνεμοι αγκαλιάζουν τα σώματα τους κάθε βράδυ. Ακτίνες που καίνε χαϊδεύουν τα σώματα τους κάθε μέρα. Μαζοχιστές δίχως μέλλον. Άνθρωποι που ξεχνάνε το παρελθόν.Ζώα που ζητούν ζεστασιά κάτω από το γκρίζο πέπλο της πόλης. Ιδρώνουν για να ζήσουν, ιδρώνουν για να αγνοήσουν τις σκέψεις τους. Το κλάμα ανεπίτρεπτο, το γέλιο ανόητο. Μοναδικό φως αυτή η στιγμή πριν τον ύπνο. Αυτό το κλάσμα του δευτερολέπτου που αντικρίζουν όπως τότε το όνειρο. Το όνειρο τώρα σαπίζει μαζί με την σάρκα τους.

Δ.Μ

18.9.13

Ο Δρόμος

 Κάθε βήμα, ένα βίωμα που την επόμενη στιγμή γίνεται παρελθόν. Κάθε βήμα, πηγή νοσταλγίας, θλίψης και ευχαρίστησης. Κάθε βήμα, ένα θρύψαλο στο τέλος του δρόμου. Ο δρόμος έφθασε στο τέλος του. Ο άνθρωπος παρατηρεί τα θρύψαλα να γίνονται καθρέφτης. Ο άνθρωπος αντικρίζει στον καθρέφτη την πορεία του. Ο άνθρωπος παραλύει. Δεν βηματίζει πια. Στέκεται μαγεμένος, φοβάται να κοιτάξει αλλού. Ψάχνει την δύναμη να τον προσπεράσει.

Δ.Μ

9.8.13

Ο Χορός των Σκιών

Ένα υποσυνείδητο ρεύμα τον ώθησε προς το δάσος. Αρχικά περιεργάστικε την όψη του ώσπου να βρει το θάρρος να προχωρήσει. Δεν χρειάστηκε πολύ να βρεθεί ανάμεσα στα ψηλά δένδρα, να πατήσει το υγρό χώμα, να νιώσει το ξηρό του δέρμα. Όσο βημάτιζε, ένιωθε εντονότερα την γαλήνια αύρα του πυκνού πράσινου που κυριαρχούσε. Φθάνοντας στην καρδιά του δάσους, είδε με συγκίνηση την γκριζοπράσινη λίμνη να τον καλεί, όπως οι όμορφες σειρήνες τον Οδυσσέα. Χωρίς δισταγμό, πέταξε τα ρούχα του και έτρεξε προς την χαοτική εικόνα που αντίκριζε. Τα παγωμένα νερά του χειμώνα απειλούσαν την καρδιά του με ανακοπή, όμως αυτός δεν τα λογάριαζε. Διείσδυσε μέσα της, κολύμπησε κάτω από την επιφάνεια, βρέθηκε στο κέντρο και σήκωσε το κεφάλι να παρατηρήσει την διαχωριστική γραμμή νερού και αέρα. Αρχικά είδε μαύρες κηλίδες να κινούνται μαζί με τις κινήσεις της λίμνης. Ήταν οι σκιές των δένδρων. Συγκεντρώθηκε στις σκιές. Τώρα έβλεπε καθαρά τα διαγράμματα των δένδρων, τα κλαριά, τα φύλλα. Οι σκιές κινούνταν ζωηρά, χόρευαν στους ρυθμούς των ανέμων. Μαγεμένος άρχισε να χορεύει. Χόρευε και χόρευε, οι σκιές χόρευαν και αυτές. Χάθηκαν οι υποχρεώσεις, οι προβληματισμοί, οι άνθρωποι. Χάθηκαν οι φίλοι, οι γονείς, τα παιδιά. Χάθηκε ο χρόνος, ο χώρος, ο κόσμος. Το οξυγόνο σιγά σιγά τελειώνει. Το φως σιγά σιγά σβήνει. Οι σκιές σιγά σιγά χάνονται. Η νύκτα άπλωσε το μαύρο πέπλο στον ουρανό, τα άστρα φάνηκαν ξανά. Ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς σήμανε το τέλος του χορού των σκιών.

Δ.Μ

29.7.13

Η νοσταλγία του γέρου

Ο γέρος άρχισε να κατεβαίνει τα μαρμάρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην όμορφη αυλή του παρελθόντος. Μόλις έφτασε, αγνόησε τα πονεμένα του κόκαλα και σαν μικρό παιδί βάδισε γοργά -σχεδόν έτρεξε- προς το πηγάδι,το πηγάδι της νοσταλγίας. Χάιδεψε τρυφερά το εξωτερικό του. Αποφασισμένος έπιασε με τα ζαρωμένα χέρια το σχοινί.
 Ιδρωμένος άρπαξε το ξύλινο κουβά που μόλις είχε ανεβάσει και κάρφωσε τα δακρυσμένα μάτια του στο κρυστάλλινο νερό. Τότε αντίκρισε το χαμόγελο της μητέρας του, την σοφία του πατέρα του, τις παιδικές χαρές, τις νεανικές αταξίες, τα δύσκολα χρόνια της εργασίας, την όμορφη γυναίκα του, τα παιδιά και τα εγγόνια του, τον τελευταίο περίπατο στο δάσος με τον -νεκρό τώρα- φίλο του, τον χθεσινό καφέ, τα σκαλοπάτια, την επαφή του με το πηγάδι, το σχοινί, την στιγμή πριν απ΄το τώρα, τον εαυτό του.

Δ.Μ

12.7.13

Ευχαρίστηση, Πλήξη, Θάνατος

Οδεύουμε προς την φθορά. Δεν ντρεπόμαστε, ούτε σκεφτόμαστε. Ξεχνάμε το παρελθόν και το μέλλον. Φλερτάρουμε με ιδέες που θυσιάζουμε στο όνομα της ηδονής. Κρίνουμε διαρκώς
κάθε τι που θυμίζει την ύπαρξή μας. Δίνουμε αξία σε τιποτένιες υποθέσεις και γεγονότα, υπολογίζουμε επιφανειακά τρανές σκέψεις. Γκρεμίζουμε ψυχές για να ωφεληθεί η δικιά μας.   Ευχαρίστηση, πλήξη, θάνατος, το σύνθημα μας, η φωλιά μας.

Δ.Μ

27.6.13

Σαν νικητής

Τα γαλαζοπράσινα νερά άστραφταν από τις φωτεινές ακτίνες του Ήλιου. Το πλοίο, σύμβολο της ελευθερίας τότε, περίμενε μονάχα εμένα για να ξεκινήσει. Την πορεία του την ήξερα καλά, δεν επέτρεψα την γνώση αυτή όμως να γίνει εμπόδιο της απόφασής μου. Ανέβηκα με ένα θλιμμένο χαμόγελο σαν νικητής. Το πλοίο ξεκίνησε. Μονάχα τότε αποδέχτηκα την ήττα μου.

Δ.Μ 

17.6.13

Το φύλλο

Σκέψου τη ζωή ενός φύλλου. Γεννιέται την άνοιξη, μαζί με κάθε λογής παράξενο σύντροφο, μυτερό, στρογγυλό, τρίγωνο. Όλα τα φύλλα είναι σύντροφοι, την ίδια μοίρα έχουν. Με το καιρό, το φύλλο μεγαλώνει, το χρώμα του γίνεται προκλητικό, γυαλίζει εντονότερα στο φως, στο σκοτάδι, σαν αντιπρόσωπος της ζωής. Σιγά σιγά όμως χάνει το καμάρι του, χάνει το χρώμα και την υπερηφάνεια που άλλοτε το χαρακτήριζε. Ζαρώνει, συρρικνώνεται, δε γυαλίζει πια. Τότε φθάνει η στιγμή που θα αποχαιρετήσει την πηγή της ζωής, τη μητέρα και το πατέρα του, το Δέντρο. Το φύλλο, σαν άψυχο δάκρυ του Δέντρου, θα το αποχωριστεί, θα χορέψει στους ρυθμούς του ανέμου και θα πέσει στο έδαφος. Θα αγκαλιάσει με αγάπη το θάνατο.

Δ.Μ

14.6.13

Το λευκό πρόσωπο

Όταν το φως δεν με ξεγελά, ακολουθώ το λευκό πρόσωπο. Με οδηγεί στη σπηλιά της οδύνης, με οδηγεί στο πυρήνα της ζωής. Εκεί, μονάχα αλυσίδες από ήχους και εικόνες με κρατάνε. Εκεί υπάρχει φωτιά. Εκεί, ζουν θεόρατοι δαίμονες. Γελάνε. Το γέλιο είναι η γλώσσα τους. Η ειρωνεία, η τελετή. Τότε ουρλιάζω μέχρι το λευκό πρόσωπο να με ακούσει. Γιγάντιες κλεψύδρες δείχνουν πότε θα με ακούσει.Με ακούει. Γίνεται ήλιος, τρυπάει τη σπηλιά και φέρνει τη ανατολή με τα ελπιδοφόρα χρώματα της. Βγαίνω στον κόσμο πετώντας. Αντικρίζω τα πράσινα βουνά, τα ποτάμια και τα ελάφια. Τη θάλασσα, τους γλάρους και τον ορίζοντα της. Το πρόσωπο, τη ψυχή και το σώμα μου. Ευχαριστώ οδηγέ μου.

Δ.Μ

13.6.13

Το παιδί

Το παιδί αντίκριζε το χάος της πόλης. Άκουγε το άσχημο τραγούδι της εποχής. Ο μολυσμένος αέρας έκαιγε σιγά σιγά το απαλό δέρμα του. Γινόταν στάχτη. Το παιδί έκλαιγε. Έκλαιγε για το θάνατο της ελευθερίας, της στοργής και της ψυχής του. Έκλαιγε γιατί οι άνθρωποι παρεξήγησαν την αγάπη. Προτίμησαν τη φωτιά και το μαχαίρι. Σε κόκκινες θάλασσες χάθηκε η στεριά. Ο μαύρος ουρανός δεν ήταν ποτέ φωτεινός. Το παιδί δεν ήταν ποτέ παιδί.

Δ.Μ.


Υπογραμμισμένο απόσπασμα: Από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου στο "Κεμάλ", σύνθεση του Μάνου Χατζηδάκη.


5.6.13

Ένα παράξενο όνειρο (Ονειρολόγιο #1)

Το πλοίο προχωρούσε με ασύλληπτη ταχύτητα, σε θαλάσσιους δρόμους, ανάμεσα σε σπίτια μίας ξεχασμένης εποχής. Στο κέντρο του, υπήρχε μία θεόρατη αίθουσα.
 Το εσωτερικό της θύμιζε μεγάλη εκκλησία. Αμέτρητες καρέκλες, σαν ξύλινοι άνθρωποι, βρίσκονταν οργανωμένες σ'όλο το χώρο. Τα κεριά στους τοίχους ήταν αρκετά για να φωτίσουν όλη την έκταση του. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί κάλυπτε το πάτωμα.
 Καθισμένος στις τελευταίες καρέκλες, περίμενα όχι με πολύ ενδιαφέρον, να ξεκινήσει η λειτουργία. Δεν γνώριζα ποια ήταν η θρησκεία, ποιες οι τελετές. Δεν είχε σημασία για μένα. Μεγαλύτερη σημασία είχαν τα βλέμματα περιφρόνησης και αηδίας που δεχόμουν από τους γύρω μου. Ίσως γιατί δεν τους σεβόμουν τρώγοντας σε έναν ιερό χώρο. Αλλά δεν ήμουν αρκετά έξυπνος να το σκεφτώ για να σταματήσω. Ορισμένοι φίλοι, μου ζήτησαν να σταματήσω, χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ένας από αυτούς μου πρόσφερε ένα γλύκισμα, το οποίο μου άνοιξε παραπάνω την όρεξη. Βγήκα έξω να αγοράσω κάτι φαγώσιμο.
 Τότε η όραση μου άλλαξε. Ενώ βρισκόμουν στο πλοίο, έβλεπα το πίσω μέρος του να κινείτε, σαν να βρίσκομαι έξω και δεκάδες μέτρα πίσω του. Ένιωθα σαν να είχαν βγει τα μάτια μου και να πετούσαν μαζί με τους γλάρους στην πορεία του.
 Το πλοίο άλλαξε πορεία. Η όραση μου όμως συνέχισε να κατευθύνεται στο δρόμο που το πλοίο εγκατέλειψε. Για να το διορθώσω αυτό, σκέφτηκα, πρέπει να πέσω στην θάλασσα και να ξανανέβω. Πήδηξα στην κυματισμένη από τις μηχανές του πλοίου, θάλασσα, αλλά δεν πρόλαβα ύστερα να ανεβώ. Με άφησε και χωρίς να το καταλάβω, χάθηκε τελείως από τα μάτια μου, τα οποία ήταν πια στην θέση τους.
 Αποφάσισα να εξερευνήσω τον βυθό. Άρχισα να κολυμπώ με ευκολία κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και με περιέργεια είδα μία υποθαλάσσια πόλη. Άνθρωποι περπατούσαν κανονικά σαν να μην υπήρχε νερό. Το νερό υπήρχε μόνο για μένα.
 Καθώς συνέχιζα την παράξενη εξερεύνηση μου, αντίκρισα μία κοπέλα. Καστανόμαυρα μαλλιά, μάτια χωρίς χρώμα. Πλησίασα δειλά. Τότε με τράβηξε απο το πόδι. Προσπάθησα να κολυμπήσω μακριά της, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω οτι το νερό δεν υπήρχε πια.
 Η κοπέλα άλλαξε συμπεριφορά. Έδειχνε φιλική. Της ζήτησα να με εμπιστευτεί. Ανέβηκε στην πλάτη μου και ξεκίνησα να περπατώ στην παράξενη πόλη, που περισσότερο θύμιζε μεγάλο κτήριο. Μπήκα σε σκοτεινά δωμάτια, ανεβοκατέβηκα μαρμάρινες σκάλες. Ανύπαρκτες υποχρεώσεις του παρελθόντος βασάνιζαν τις σκέψεις μου. Μετά από πολύ περπάτημα, έφτασα σε ένα διαφορετικό δωμάτιο.
 Το χαρακτήριζε το χρώμα μπλε. Υπήρχε ένα ενυδρείο με λίγα ψάρια. Πίσω του καθισμένοι ήταν άτομα που δείχνανε να με περιφρονούν. Σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να κατεβεί από την πλάτη μου η κοπέλα. Πήγα να πιάσω τα πόδια της χωρίς επιτυχία. Κάπου είχε πέσει στις σκοτεινές σκάλες.
 Νιώθοντας ντροπή και απογοήτευση που δεν τίμησα την υπόσχεση εμπιστοσύνης που της έδωσα, έτρεξα να την βρω. Όμως αυτή ήταν άφαντη.
 Γύρισα στο μπλε δωμάτιο προδομένος από τον εαυτό μου. Προχώρησα και έφτασα στο πιο φωτεινό κομμάτι του. Ο τοίχος εκεί ήταν γυάλινος. Έξω από αυτόν υπήρχε θάλασσα. Το δωμάτιο ήταν υποθαλάσσιο.
 Μπροστά του, ήταν όλα τα άτομα που με γέλια έδειχναν την περιφρόνηση τους. Δύο όμως ήταν μπροστά από αυτά, ξεχώριζαν. Ένας έφηβος και μία κοπέλα. Ο έφηβος γελούσε πιο προκλητικά απο όλους.  Αντιπροσώπευε όλα τα αρνητικά συναισθήματα που τρέφω για τον εαυτό μου, για την ύπαρξη μου.Τον ρώτησα να μου αποκαλύψει τον ρόλο του στην ζωή μου. Γέλασε ακόμα πιο δυνατά.
"Και να σου πω, δεν θα καταλάβεις".
Τα λόγια του με πλήγωσαν. Ή καλύτερα, με στεναχώρησαν, με έκαναν πιο δυστυχισμένο. Αποπειράθηκα να συμφιλιωθώ μαζί του, αγκαλιάζοντας τον. Δέχτηκε την αγκαλιά. Το φρικτό του γέλιο όμως δεν σταμάτησε.
 Γύρισα στην κοπέλα. Ένιωσα την αύρα της να με πατά κάτω με δύναμη. Παρά το μικρό της ύψος, την είδα σαν γίγαντα. Το χαμόγελό της έκρυβε αθοώητα και συνάμα πονηριά. Ούτε αυτη θέλησε να μου αποκαλύψει τον ρόλο της.


Από τότε που βίωσα αυτό το όνειρο, η ομίχλη στην συνείδηση μου άρχισε να αραιώνει. Έχω αρχίσει να κατανοώ την πηγή της οδύνης μου: είναι οι δαίμονες που με κρατάνε με τα σκοτεινά χέρια τους στο χώμα. Είναι ο εαυτός μου που καταστρέφει κάθε επίτευγμα μου, τσακίζοντας μου το ηθικό με την αισχρή αλλά άγια περιφρόνησή του. Είναι τα πάθη που με το χρόνο, σαν καρφιά, σιγά σιγά τρυπάνε την ζωή μου. Είναι η αντοχή μου που αδυνατεί πολλές φορές να συμβαδίσει με την εξέλιξη του εξωτερικού κόσμου. Αρχικά πρέπει να καταλάβω τον λόγο ύπαρξης όλων αυτών.

Μονάχα την ύπαρξη των σκοτεινών δωματίων αδυνατώ να ερμηνεύσω...

Δ.Μ

4.5.13

Λεωφορείο

Μία ψηλόλιγνη γυναίκα, γύρω στα 25, με προκλητικό ντύσιμο, έδειχνε την ανωτερότητα της κοιτάζοντας επίμονα την οροφή του οχήματος  Ένας κουρασμένος αξύριστος μεσήλικας οργάνωνε στο μυαλό του το πρόγραμμα της επόμενης μέρας. Μία μίζερη γριά, κατάφερε επιτέλους να διακόψει κάθε επαφή μεταξύ του ζαρωμένου δέρματος της και του μοντέρνου παντελονιού ενός εφήβου, ο οποίος περνούσε την εντύπωση πως δεν βασανίζεται από καμία έγνοια, εκτός από την εμφάνισή του. Ένας μικρόσωμος άνδρας, με ασυνήθιστα παραλλαγμένο πρόσωπο ζητούσε με λυπηρό θράσος ψιλά για να αγοράσει, όπως έλεγε, κάτι να φάει. Ένα κοριτσάκι αφού αντίκρισε μία εκκλησία, πραγματοποίησε με πειθαρχία τρεις επαναλήψεις σταυροκοπήματος, κοιτάζοντας αγχωμένα τα ψυχρά μάτια της μητέρας του. Η μητέρα της κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένη. Το κοριτσάκι τότε κράτησε σφιχτά το χέρι της γυναίκας, με ταπεινοφροσύνη και κρυφό μίσος.

Δ.Μ.

3.5.13

Η απορία

Οι ώρες περνάν αργά και γρήγορα. Σκέψεις για θάνατο και αναγέννηση του πνεύματος, για απόρριψη και ένωση της ηδονής, σηκώνουν κύματα στην θάλασσα της κουρασμένης υπόστασης μου. Άραγε βελτιώνομαι ή χειροτερεύω; Ίσως μαχαιρώνω και τσακίζω την ζωή, ίσως της δίνω χρώμα, μέσα από την αναζήτηση των μυστικών της νόμων. Το μόνο σίγουρο είναι πως η θέληση μου να τιμήσω το όνομα που μου δόθηκε από την στιγμή της σύλληψης μου, το όνομα του ζωντανού, γίνεται όλο και πιο έντονη, με παγιδεύει με δροσερές φωτιές, με μασάει και με φτύνει, καταλήγω πάλι στο καθαρό στόμα της, μετά πάλι στο βρόμικο πάτωμα. Η αιώνια επανάληψη της διαδικασίας αυτής με κάνει να αναρωτιέμαι περισσότερο για το φως που βλέπω, για το σκοτάδι που δεν βλέπω. Μονάχα ο χρόνος είναι τόσο ειλικρινής για να απαντήσει στην ερώτηση μου, μπορεί όμως και αυτός να έχει μυστικά.

Είναι όμως η απορία η πηγή της οδύνης ή οι ανικανοποίητες επιθυμίες μου; Θέλω να μάθω και να γνωρίσω τις διαφανείς συνδέσεις των άστρων με τον κόσμο των ζωντανών ή μήπως θέλω να ακολουθήσω τα πάθη μου, ακόμα και αν το τίμημα είναι η αναξιοπρεπής σκλαβιά; Ή τελικά η μοναδική μου αποστολή είναι η επιλογή ενός από τους δύο δρόμους;

Δ.Μ

28.4.13

Τα εμπόδια, οι κριτές μας

Τα εμπόδια είναι οι κριτές της ύπαρξης, της αναζήτησης και της αφέλειας μας. Γυμνάζουν την υπομονή και την αντοχή, ανελέητα μας μαστιγώνουν όταν η προσπάθεια μας δεν είναι αρκετή να ικανοποιήσει τις επιθυμίες και τα πάθη μας. Σε ρίχνουν στον βρόμικο βάλτο, στο φθαρμένο υπόγειο, στην σκοτεινή φυλακή που φωλιάζουν οι πιο ανεπιθύμητοι εαυτοί μας.  Σου δίνουν όμως την δύναμη να αντισταθείς στον καθένα από αυτούς και να συμφιλιωθείς μαζί τους. Αποκτάς επιτέλους την δύναμη να μετατρέψεις τον βάλτο σε κρυστάλλινη λίμνη, το υπόγειο σε στοργική στέγη, την φυλακή σε πηγή ευτυχίας. Έχεις την δύναμη να σπάσεις τα δεσμά της ήττας, να σωπάσεις τις θλιμμένες φωνές και να αγκαλιάσεις τον κόσμο νικητής.

Δ.Μ.

19.4.13

Η πέτρινη κοιλάδα

Η νύχτα στην πέτρινη κοιλάδα είναι αιώνια. Το σκοτάδι της μεταμορφώνει τα ψηλά βουνά σε θεόρατους γίγαντες, τα πράσινα δάση σε φωλιές λύκων,τον έρωτα σε μοναξιά. Οι άνθρωποι είναι τυφλοί, αγάλματα με μαύρα μάτια και ρωγμές στο στήθος. Τραγουδούν ύμνους δυστυχίας, τα χλομά πρόσωπα τους αλλοιώνονται από τις κινήσεις των χειλιών. Ζούν σε σπηλιές ή καλύβες ή όπου γλιτώνουν από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στην σκοτεινή φύση. Μονάχα λίγοι κατάφεραν να αποχωριστούν την φωλιά τους, την ειρκτή που μαστιγώνει. Είδαν το φως του φεγγαριού που έλουζε την πέτρινη κοιλάδα. Η ψυχή τους έσπασε τα μαρμάρινα σώματα και έγιναν το μυστικό του κόσμου, η πέτρα της κοιλάδας, το φεγγάρι.

Δ.Μ.

13.4.13

Ο δρόμος προς την μήτρα

Ο χορός της θλίψης είχε ξεκινήσει. Οι άνθρωποι κυνηγούσαν κάθε ήχο , κάθε εικόνα και όσφρηση, κάθε γεύση και αφή, με σκοπό να βρουν έναν αξιόπιστο οδηγό. Ξέχναγαν τι σημαίνει σοβαρότητα και υποχρέωση,  πως είναι να σκέφτεσαι και να περιμένεις. Ακολουθούσαν την νάρκωση της ζωής με προορισμό την επιστροφή στην μήτρα.
 Το καρναβάλι των αισθήσεων με είχε κάνει δικό του. Χαμένος πια στο μεγαλείο του, περπατούσα και συμπεριφερόμουν όπως όλοι οι ναρκωμένοι. Έβλεπα την μοίρα με το πρόσωπο της ειρωνείας, ντυμένη με τα πιο γελοία ρούχα, να με κοιτά στα μάτια. Στην αρχή είχα την δύναμη να μην χαμηλώνω το βλέμμα μου. Γρήγορα όμως με εγκατέλειψε και την θέση της πήρε η ντροπή. Η ντροπή που από φωτιά που καίει γίνεται νερό που δροσίζει. Η φθορά όλο και δυνάμωνε τα χτυπήματα, ανοίγοντας πληγές. Άρχισε να διεισδύει μέσω των πληγών, στις φλέβες. Ένιωθα μονάχα το αίμα. Αυτό ήταν το φως και το σκοτάδι μου.Το μυαλό είχε αποκτήσει τυπική σημασία.
  Κατανόησα την δυστυχία και την ολοκλήρωση της ηδονής. Έμαθα να λατρεύω το παρόν ως την μοναδική ύπαρξη, ως τον πυρήνα της ζωής, την πηγή της ευτυχίας που κάποτε έπινα από αυτήν στα πρώτα χρόνια, όταν ήμουν παιδί.
 Όταν πια ήμουν νηφάλιος και έμαθα ξανά να σκέφτομαι και να λογαριάζω το παρελθόν και το μέλλον, ένιωσα την πικρή και ξεφτιλισμένη γεύση της ύπαρξής μου. Κάποτε όμως θα συμφιλιώσω το αίμα με το νου και η γεύση θα παραμένει γλυκιά μέχρι θανάτου.

Δ.Μ.

5.4.13

Ένας Θεός και Διάβολος

Ο άνθρωπος δεν αλλάζει, δεν φθείρεται σαν τις επινοήσεις του. Σπάει κάθε μάσκα για να φυτρώσει η επόμενη, αλλάζει χρώματα σαν χαμαιλέοντας, ξεγυμνώνεται απο το δέρμα του για να ταυτιστεί με άλλο σαν φίδι. Η ουσία που κρύβεται μέσα του όμως, ο θυμός και η εξέγερση, ο εγωισμός και η περηφάνια, η στοργή και ο έρωτας ανήκουν στην αιωνιότητα. Δεν θα σταματήσει να εξαπατά, να μισεί και να σκοτώνει, θα συνεχίσει να θυσιάζεται, να νοιάζεται και να αγαπά. Ο άνθρωπος ήταν, είναι και θα παραμείνει ένας άνθρωπος, ένας σατανάς άγγελος, ένας άγιος δαίμονας, ένας Αβραξάς.

Δ.Μ

28.3.13

Ουρανός

Στις μακρινές θάλασσες, ένας ναυτικός χαμογελά θλιμμένα στην ειρκτή του, με την εικόνα της καστανής γυναίκας του. Στην άκρη ενός ποταμού, ένας σαμάνος νεκρώνει τις αισθήσεις του, παλεύοντας με την περηφάνια του. Σ' ένα μοναχικό χωριό, μια μητέρα θηλάζει το αθώο και όμορφο παιδί της, ελπίζοντας. Σένα αστικό κέντρο, ένας επιχειρηματίας βιάζεται να πλουτίσει, νευριασμένος με τον χρόνο. Σε μία εκκλησία, ένας οργανοπαίχτης δίνεται στην μουσική, επικοινωνώντας με την νύχτα. Διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικά σώματα, μοίρες, θεούς. Ο ουρανός που φωτίζει και σκιάζει τις ψυχές τους όμως είναι ο ίδιος.

Δ.Μ

13.3.13

Ηδονή

Η ηδονή ανασαίνει. Αρπάζει βίαια σαν διάβολος, τρυφερά σαν μητέρα, την πηγή κάθε δύναμης, χρωματίζοντας την με τον έρωτα, τσακίζοντας την με ασκόπη ευτυχία. Ανάβει την φωτιά της ζωής. Όταν όμως αυτή σιγοσβήνει ουρλιάζοντας για σωτηρία, αναστένεται μονάχα θυσιάζοντας το πνεύμα. Η ηδονή είναι φθορά και μάνα, εθισμός και Σατανάς, ένας αθώος δρόμος για ολοκλήρωση.

Δ.Μ.

11.3.13

Το πεζοδρόμιο

Το πεζοδρόμιο το περπάτησαν πολλοί άνθρωποι. Απατεώνες και δίκαιοι πολιτικοί, δυνατοί και δειλοί επαναστάτες, αδιάφοροι και ρομαντικοί φοιτητές, δύσπιστοι και ταπεινοί χριστιανοί, βάρβαροι και αγαθοί αστυνομικοί, αδιάβαστοι και κουρασμένοι μαθητές, περήφανοι και φοβισμένοι επιχειρηματίες, δυστυχισμένα και αθώα παιδιά. Τις στιγμές που αντάλλαζαν βλέμματα, άγραφες συμφωνίες, ανεπίσημες σχέσεις, ανεκπλήρωτες ορμές και βίαιες επιθυμίες κατακτούσαν την ψυχή και την μοίρα τους. Στο πεζοδρόμιο, η φωτιά και η ομίχλη ήταν ο μυστικός νόμος.

Δ.Μ.

25.2.13

Η ταύτιση


Η σχέση αγάπης μεταξύ ζωής και θανάτου, μητέρας και πατέρα, Γής και Ήλιου είναι αυτή που μας καθιστά ανθρώπους. Η ζωή γεννά τον έρωτα και την ηδονή: είμαστε πιστοί ειδωλολάτρες που κάθε στιγμή που βιώνουμε την απώλεια της έντασης, παρακαλάμε τον χρόνο και τον χώρο να μας δώσουν για ακόμη μία φορά τον θόρυβο και την αταξία, την σάρκα και το αίμα. Ανεξάντλητοι χορεύουμε στην φωτιά της κολάσεως και τρέχουμε να ξεφύγουμε από τα μαρμάρινα χέρια της νόησης. Όσο μας γερνά ο άπληστος χρόνος, τόσο παθιαζόμαστε με την ζεστασιά που προσφέρει το γκρίζο πέπλο της φθοράς. Στο πέτρινο πρόσωπο του θανάτου όμως αντικρίζεις τον φωτεινό δρόμο του πνεύματος. Όλα όσα δεν ανήκουν στον κόσμο των ζωντανών, βρίσκονται εκεί ως μια ολότητα. Από εκεί πηγάζει η γαλήνη της ψυχής, η ανυπαρξία των παθών. Εκεί επιτέλους νιώθεις ήρεμος. Λείπει όμως ο έρωτας. Λείπει η δράση. Λείπει η φύση. Η ένωση της ζωής με τον θάνατο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξης, την πραγματική λύτρωση των αισθήσεων και της σκέψης, τον δεσμό της εικόνας και της λογικής. Υπάρχει όμως τέτοιο μέρος, όπου κατοικεί η μητέρα και ο πατέρας;

Δ.Μ



Ποίημα του Σεφέρη:

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να τ'ακουμπησω.
Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να ξαναχωρίσει

Κοιτάζω τα μάτια. μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γύρευε να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξαναπέρασαν το δέρμα
Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνονται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα


22.2.13

Οδύνη (2)

Η φρικτή αυτή οδύνη ανήκει στην ζωή, δεν πηγάζει όμως από αυτήν.΄Ισως να πηγάζει από τον θάνατο. Τρέφεται από την σάρκα και το νου, από τον θόρυβο και την σιωπή. Δεν προσδιορίζεται. Η υπόσταση της δεν επιτρέπει ορισμούς και διευκρινήσεις. Φανερώνει άλλες ανάγκες και υπάρξεις από τον έρωτα, άλλες ανάγκες και υπάρξεις απο το πνεύμα.  Η μορφή της αλλάζει συνεχώς. Άλλοτε ταυτίζεται με την ηδονή, άλλοτε με την ψυχή. Ποτέ όμως με την αγάπη.

Δ.Μ

13.2.13

Χωρίς τον έρωτα

Η ζωή για λίγο σωπαίνει. Η πνοή της θυμίζει το παράπονο του γέροντα που νοσταλγεί την χαμένη αιωνιότητα του παρελθόντος και τον γεμίζει φόβο το παρόν και το μέλλον, ο θάνατος της σάρκας και η αναγέννηση του πνεύματος. Η ζωή που γλυκανασαίνει, προσπαθεί μάταια να ξυπνήσει το παιδάκι, τον έφηβο που κάπου κλαίει μέσα σου. Ο πόνος όμως, ο γλυκός αυτός πόνος ανθίζει, εκπέμπει την μυστήρια γαλήνη της ψυχής. Μέσα από τα μάτια του, βλέπεις τον έρωτα να γίνεται δολοφόνος, τα πάθη σφαίρες και τον εαυτό σου πρόθυμο να θυσίασει την ύπαρξη του και να γίνει το θύμα.

Δ.Μ

11.2.13

Οδύνη

Η οδύνη πολλές φορές είναι όσο ειλικρινής είναι ένα ζώο. Όπως μπορείς να διαβάσεις σ' ένα ελάφι ή σ' έναν σκύλο την θλίψη, τον φόβο και την πείνα, έτσι κατανοείς και γνωρίζεις τον λόγο ύπαρξης της. Υπάρχουν στιγμές όμως, που σε καταπίνει, σε τυλίγει το πέπλο της και σ' αναγκάζει να παίξεις μαζί της. Την ψάχνεις στους χιλιάδες εαυτούς σου ελπίζοντας πως θα βρεις την ρίζα της. Ότι μορφή και να έχει, όπου και να ανήκει, η οδύνη ολοκληρώνει εμάς και την ζωή μας. Υπάρχει πίσω από κάθε χαρά και λύπη. Πίσω από τον πόθο, την άνεση, την διασκέδαση. Η αύρα της μαχαιρώνει την ευδαιμονία, την τσακίζει και την καίει, μόνο και μόνο για να αναγεννηθεί σαν φοίνικας πιο δυνατή. Τότε οδύνη και ευδαιμονία συμφιλιώνονται. Τότε συμφιλιώνεσαι με την ύπαρξη σου.

Δ.Μ

10.2.13

Η Φωλιά μας

Άραγε εμείς ανήκουμε κάπου; Εμείς που φλερτάρουμε όπως κανένας άλλος με την ψευδαίσθηση της τέχνης. Που οι αντιφάσεις αποτελούν την ύπαρξη μας. Άραγε υπάρχει μία ζεστή φωλιά για μας και μία μητέρα να μας μάθει να πετάμε; Ή είμαστε καταδικασμένοι να πληρώσουμε το λάθος της εποχής μας και να είμαστε η σταγόνα στην έρημο, το λιοντάρι στην θάλασσα, ο άνθρωπος στον ουρανό για πάντα; Άραγε θέλουμε να μάθουμε την απάντηση; Ίσως αν την γνωρίζαμε και ξέραμε πως ο θάνατος είναι ο δρόμος μας, τότε ίσως να γινόμασταν αλαζόνες, μην δίνοντας αξία στην ζωή. Όμως αν το τέλος μας πράγματι είναι ο θάνατος, θα ευτυχούσαμε ή θα δυστυχούσαμε; Τελικά όσο και να περιφρονούμε την ζωή, απο αυτήν πηγάζουν τα πάντα. Η αγάπη, το ένστικτο, η διασκέδαση, το πνεύμα. Όσο και να την ειρωνευόμαστε, αυτό που λαχταρούμε περισσότερο είναι να μάθουμε να ζούμε όλο το είναι της. Είτε αποτελεί είτε δεν αποτελεί την φωλιά μας, σίγουρα είναι ο καλύτερος μας φίλος

Δ.Μ.

9.2.13

Το φώς του θανάτου

 Διάλογος από το βιβλίο του Έρμαν Έσσε "Ο Λύκος της Στέπας":

"Πάντοτε όπως ήταν σήμερα; Πάντοτε ένας κόσμος μονάχα για πολιτικούς, κερδοσκόπους, υπηρέτες και ηδονηθήρες, δίχως μια σταλιά αέρα για ν'ανασάνουν οι άνθρωποι;"
"Δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Πάντως, το ίδιο κάνει. Τώρα όμως σκεφτόμουν εκείνο τον ευνοούμενο σου, τον Μότσαρτ, που αρκετές φορές μου μίλησες για αυτόν, και που μου διάβασες ακόμα μερικά απο τα γράμματα του. Πως ήταν τα πράγματα στις μέρες του; Ποιος κυβερνούσε τότε, ποιος έκανε κουμάντο, έδινε τον τόνο και είχε κάποια αξία; Ήταν ο Μότσαρτ ή οι άνθρωποι του χρήματος και του εμπορίου; Ο Μότσαρτ ή ο μέσος άνθρωπος; Και με ποιόν τρόπο έφτασε στον θάνατο και θάφτηκε; Θέλω να πω οτι ίσως έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι πάντα, και οτι αυτό που το λένε ιστορία στο σχολείο κι όλα όσα μαθαίνουμε αποστήθιση εκεί μέσα για ήρωες και για μεγαλοφυίες, για ανδραγαθίες και για ανώτερα αισθήματα, δεν είναι τίποτε παραπάνω απο μια έξυπνη κομπίνα, που την σκαρφίστηκαν οι δάσκαλοι για εκπαιδευτικούς λόγους και για να κρατάνε τα παιδιά απασχολημένα για κάμποσα χρόνια. Έτσι ήταν πάντα και έτσι θα είναι. Ο κόσμος οι εποχές, το χρήμα κι η δύναμη ανήκουν στους μικρούς ανθρώπους, στους ρηχούς ανθρώπους. Στους υπόλοιπους, στους αληθινούς ανθρώπους τίποτα. Το μόνο που του ανήκει είναι ο θάνατος τους.''
''Τίποτ'άλλο;''
''Ναι, η αιωνιότητα"
"Εννοείς τ'όνομα, τη φήμη, την υστεροφημία;"
"Όχι Λύκε της Στέπας, όχι την φήμη. Μήπως έχει καμία αξία; Και μήπως νομίζεις οτι όλοι οι αληθινοί και οι πραγματικοί άνθρωποι έζησαν φημισμένοι και τους έγραψε η ιστορία;"
" Όχι, σίγουρα όχι"
"Δεν είναι λοιπόν η φήμη. Η φήμη με αυτήν την έννοια υπάρχει μόνο για τους δασκάλους, για λόγους εκπαιδευτικούς. Όχι δεν είναι αυτό που λέω αιωνιότητα. Οι θεοσεβούμενοι το λένε βασίλειο του Θεού. Λέω στον εαυτό μου: όλοι εμείς που ζητάμε πάρα πολλά και έχουμε περισσότερες από μια διαστάσεις δεν θα μπορούσαμε να αναπνεύσουμε κάποιον άλλον διαφορετικό αέρα, που υπάρχει πέρα απο τον αέρα του κόσμου τούτου, αν δεν υπήρχε η αιωνιότητα πέρα από τον χρόνο. Και αυτό είναι το Βασίλειο της Αλήθειας. Εκεί ανήκει η μουσική του Μότσαρτ και η ποίηση των μεγάλων ποιητών σου. Εκεί ανήκουν και οι άγιοι, εκείνη που έχουν κάνει θαυμάσιες πράξεις, έχουν υποφέρει μαρτύρια κι έχουν δώσει σπουδαία παραδείγματα στους ανθρώπους. Αλλά η εικόνα κάθε αληθινής πράξεις, η δυνατότητα κάθε αληθινού αισθήματος ανήκει άλλο τόσο στην αιωνιότητα ακόμα κι όταν κάνεις δεν τη βλέπει, δεν την γνωρίζει ούτε την έχει καταγράψει για να την παραδώσει στις επόμενες γενιές. Στην αιωνιότητα δεν υπάρχουν επόμενες γενιές".




 Η Μοίρα μας.

Ίσως αυτη ειναι η μοίρα μας. Εμείς οι ασυμβίβαστοι που την ύλη την μετατρέπουμε σε πνεύμα. Που η ανακάληψη των απείρων εαυτών μας, μας ξυπνά το αιώνιο γέλιο και κλάμα. Που η δυστηχία και η ευτυχία τρέφουν η μία την άλλη μέσα απο την δίχως τέλος, πάλη του ανθρώπου και του ενστίκτου, της ζωής και του θανάτου. Που η αντιμετώπιση του βίου με χιούμορ μας φαίνεται τόσο υψηλή και τόσο άρρωστη, που όσο και να προσπαθούμε να φλερτάρουμε μαζί της, τόσο πιο γελοίοι γινόμαστε. Που όταν βρισκόμαστε στον φωτεινό και άγιο δρόμο νιώθουμε θάρρος και φόβο, ευτυχούμε και δυστυχούμε. Που κάθε νύχτα αποτελεί ένα διαφορετικό και συνάμα όμοιο μονοπάτι προς το άγιο και την φύση, προς την κλασσική μουσική και την τζαζ, προς τον έρωτα και τον χωρισμό, προς την μοναξιά και την συντροφιά. Ίσως η μοίρα μας είναι η αιωνιότητα, η πληρότητα, το φώς μέσα απο τον θάνατο.

Δ.Μ