7.2.14

Η Απόφαση (Ονειρολόγιο #2)

Είχα απομακρυνθεί από την συντροφιά μου και έφθασα στην τόπο του παιχνιδιού. Ένιωσα την επιθυμία να κλείσω τα μάτια μου. Χάθηκα στο σκοτάδι και ο ύπνος δεν άργησε να'ρθεί.


Την κοίταξα και ένα αίσθημα πως κοιτώ έναν άνθρωπο στα μάτια με κατέκτησε. Η καλύβα είχε χτιστεί πριν πολλά χρόνια, αυτό ήταν ξεκάθαρο. Ξεκάθαρο επίσης ήταν πως είχε ψυχή και χαρακτήρα. Δεν ήταν μόνη της, δεκάδες καλύβες βρίσκονταν γύρω μου, όλες στραμμένες προς τα μένα. Γύρω μας υπήρχε ένα πυκνό δάσος, που αποτελούταν από ψιλά, θεόρατα δένδρα. Τα φύλλα τους ήταν πράσινα, το χρώμα τους όμως είχε χάσει την ταυτότητα του. Δεν εξέπεμπε την θέληση για ζωή, την φύση. Εξέπεμπε τον θάνατο και την απώλεια της κίνησης. Πάνω και γύρω μας υπήρχε η ομίχλη, το στοιχείο που δημιουργούσε μια ένωση μεταξύ μας.

Στην αρχή δεν είχα ιδέα για το που βρίσκομαι και τι κάνω. Αμέσως μετά συνειδητοποίησα πώς βρίσκομαι μέσα σε ένα όνειρο. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως είχα την δυνατότητα να πράξω όπως νομίζω. Πέταξα και αντίκρισα το τοπίο από ψιλά. Τώρα μπορούσα να δω τα βουνά που βρίσκονταν χιλιόμετρα μακριά.
  Τότε ένιωσα μία περίεργη αύρα να κατακτά το τοπίο. Γύρισα και κοίταξα τον άνδρα που έβγαινε από μία καλύβα. Ήταν γέρος, είχε χάσει σχεδόν όλα του τα μαλλιά. Το δέρμα του είχε νεκρώσει, ήταν ζαρωμένο με μεγάλα κίτρινα και μοβ σημάδια.
 Δεν τον φοβήθηκα. Τον κοίταξα σαν να κοιτώ μία σκέψη ή μια ιδέα ή ένα άγχος που προκαλεί φόβο στην πραγματική μου ζωή, αλλά όχι στο όνειρο. Οι επιλογές ήταν η συμφιλίωση και η εξόντωση. Οι πιθανές πράξεις, η αγκαλιά και η βία.
 Αιωρήθηκε και αυτός. Βρέθηκε στο ίδιο ύψος με μένα, κάπου στα 10 μέτρα μακριά μου. Οι μορφές του άλλαζαν , έβλεπα τρομακτικές φιγούρες να μου χαμογελούν για ελάχιστο και μετά πάλι αντίκριζα τον άνδρα. Άρχισε να με πλησιάζει. Άρχισα να τον πλησιάζω. Δίχως φόβο, αποφασισμένος για την επιλογή που πήρα.

Ξυπνάω και βρίσκομαι στον τόπο του παιχνιδιού όπου βρισκόμουν πριν. Είδα την συντροφιά μου και ένα ακόμα άτομο να με κοιτά κατάματα περιμένοντας την απόφαση μου: o άνδρας.