27.6.13

Σαν νικητής

Τα γαλαζοπράσινα νερά άστραφταν από τις φωτεινές ακτίνες του Ήλιου. Το πλοίο, σύμβολο της ελευθερίας τότε, περίμενε μονάχα εμένα για να ξεκινήσει. Την πορεία του την ήξερα καλά, δεν επέτρεψα την γνώση αυτή όμως να γίνει εμπόδιο της απόφασής μου. Ανέβηκα με ένα θλιμμένο χαμόγελο σαν νικητής. Το πλοίο ξεκίνησε. Μονάχα τότε αποδέχτηκα την ήττα μου.

Δ.Μ 

17.6.13

Το φύλλο

Σκέψου τη ζωή ενός φύλλου. Γεννιέται την άνοιξη, μαζί με κάθε λογής παράξενο σύντροφο, μυτερό, στρογγυλό, τρίγωνο. Όλα τα φύλλα είναι σύντροφοι, την ίδια μοίρα έχουν. Με το καιρό, το φύλλο μεγαλώνει, το χρώμα του γίνεται προκλητικό, γυαλίζει εντονότερα στο φως, στο σκοτάδι, σαν αντιπρόσωπος της ζωής. Σιγά σιγά όμως χάνει το καμάρι του, χάνει το χρώμα και την υπερηφάνεια που άλλοτε το χαρακτήριζε. Ζαρώνει, συρρικνώνεται, δε γυαλίζει πια. Τότε φθάνει η στιγμή που θα αποχαιρετήσει την πηγή της ζωής, τη μητέρα και το πατέρα του, το Δέντρο. Το φύλλο, σαν άψυχο δάκρυ του Δέντρου, θα το αποχωριστεί, θα χορέψει στους ρυθμούς του ανέμου και θα πέσει στο έδαφος. Θα αγκαλιάσει με αγάπη το θάνατο.

Δ.Μ

14.6.13

Το λευκό πρόσωπο

Όταν το φως δεν με ξεγελά, ακολουθώ το λευκό πρόσωπο. Με οδηγεί στη σπηλιά της οδύνης, με οδηγεί στο πυρήνα της ζωής. Εκεί, μονάχα αλυσίδες από ήχους και εικόνες με κρατάνε. Εκεί υπάρχει φωτιά. Εκεί, ζουν θεόρατοι δαίμονες. Γελάνε. Το γέλιο είναι η γλώσσα τους. Η ειρωνεία, η τελετή. Τότε ουρλιάζω μέχρι το λευκό πρόσωπο να με ακούσει. Γιγάντιες κλεψύδρες δείχνουν πότε θα με ακούσει.Με ακούει. Γίνεται ήλιος, τρυπάει τη σπηλιά και φέρνει τη ανατολή με τα ελπιδοφόρα χρώματα της. Βγαίνω στον κόσμο πετώντας. Αντικρίζω τα πράσινα βουνά, τα ποτάμια και τα ελάφια. Τη θάλασσα, τους γλάρους και τον ορίζοντα της. Το πρόσωπο, τη ψυχή και το σώμα μου. Ευχαριστώ οδηγέ μου.

Δ.Μ

13.6.13

Το παιδί

Το παιδί αντίκριζε το χάος της πόλης. Άκουγε το άσχημο τραγούδι της εποχής. Ο μολυσμένος αέρας έκαιγε σιγά σιγά το απαλό δέρμα του. Γινόταν στάχτη. Το παιδί έκλαιγε. Έκλαιγε για το θάνατο της ελευθερίας, της στοργής και της ψυχής του. Έκλαιγε γιατί οι άνθρωποι παρεξήγησαν την αγάπη. Προτίμησαν τη φωτιά και το μαχαίρι. Σε κόκκινες θάλασσες χάθηκε η στεριά. Ο μαύρος ουρανός δεν ήταν ποτέ φωτεινός. Το παιδί δεν ήταν ποτέ παιδί.

Δ.Μ.


Υπογραμμισμένο απόσπασμα: Από τους στίχους του Νίκου Γκάτσου στο "Κεμάλ", σύνθεση του Μάνου Χατζηδάκη.


5.6.13

Ένα παράξενο όνειρο (Ονειρολόγιο #1)

Το πλοίο προχωρούσε με ασύλληπτη ταχύτητα, σε θαλάσσιους δρόμους, ανάμεσα σε σπίτια μίας ξεχασμένης εποχής. Στο κέντρο του, υπήρχε μία θεόρατη αίθουσα.
 Το εσωτερικό της θύμιζε μεγάλη εκκλησία. Αμέτρητες καρέκλες, σαν ξύλινοι άνθρωποι, βρίσκονταν οργανωμένες σ'όλο το χώρο. Τα κεριά στους τοίχους ήταν αρκετά για να φωτίσουν όλη την έκταση του. Ένα τεράστιο κόκκινο χαλί κάλυπτε το πάτωμα.
 Καθισμένος στις τελευταίες καρέκλες, περίμενα όχι με πολύ ενδιαφέρον, να ξεκινήσει η λειτουργία. Δεν γνώριζα ποια ήταν η θρησκεία, ποιες οι τελετές. Δεν είχε σημασία για μένα. Μεγαλύτερη σημασία είχαν τα βλέμματα περιφρόνησης και αηδίας που δεχόμουν από τους γύρω μου. Ίσως γιατί δεν τους σεβόμουν τρώγοντας σε έναν ιερό χώρο. Αλλά δεν ήμουν αρκετά έξυπνος να το σκεφτώ για να σταματήσω. Ορισμένοι φίλοι, μου ζήτησαν να σταματήσω, χωρίς αποτέλεσμα. Τότε ένας από αυτούς μου πρόσφερε ένα γλύκισμα, το οποίο μου άνοιξε παραπάνω την όρεξη. Βγήκα έξω να αγοράσω κάτι φαγώσιμο.
 Τότε η όραση μου άλλαξε. Ενώ βρισκόμουν στο πλοίο, έβλεπα το πίσω μέρος του να κινείτε, σαν να βρίσκομαι έξω και δεκάδες μέτρα πίσω του. Ένιωθα σαν να είχαν βγει τα μάτια μου και να πετούσαν μαζί με τους γλάρους στην πορεία του.
 Το πλοίο άλλαξε πορεία. Η όραση μου όμως συνέχισε να κατευθύνεται στο δρόμο που το πλοίο εγκατέλειψε. Για να το διορθώσω αυτό, σκέφτηκα, πρέπει να πέσω στην θάλασσα και να ξανανέβω. Πήδηξα στην κυματισμένη από τις μηχανές του πλοίου, θάλασσα, αλλά δεν πρόλαβα ύστερα να ανεβώ. Με άφησε και χωρίς να το καταλάβω, χάθηκε τελείως από τα μάτια μου, τα οποία ήταν πια στην θέση τους.
 Αποφάσισα να εξερευνήσω τον βυθό. Άρχισα να κολυμπώ με ευκολία κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, και με περιέργεια είδα μία υποθαλάσσια πόλη. Άνθρωποι περπατούσαν κανονικά σαν να μην υπήρχε νερό. Το νερό υπήρχε μόνο για μένα.
 Καθώς συνέχιζα την παράξενη εξερεύνηση μου, αντίκρισα μία κοπέλα. Καστανόμαυρα μαλλιά, μάτια χωρίς χρώμα. Πλησίασα δειλά. Τότε με τράβηξε απο το πόδι. Προσπάθησα να κολυμπήσω μακριά της, μόνο και μόνο για να ανακαλύψω οτι το νερό δεν υπήρχε πια.
 Η κοπέλα άλλαξε συμπεριφορά. Έδειχνε φιλική. Της ζήτησα να με εμπιστευτεί. Ανέβηκε στην πλάτη μου και ξεκίνησα να περπατώ στην παράξενη πόλη, που περισσότερο θύμιζε μεγάλο κτήριο. Μπήκα σε σκοτεινά δωμάτια, ανεβοκατέβηκα μαρμάρινες σκάλες. Ανύπαρκτες υποχρεώσεις του παρελθόντος βασάνιζαν τις σκέψεις μου. Μετά από πολύ περπάτημα, έφτασα σε ένα διαφορετικό δωμάτιο.
 Το χαρακτήριζε το χρώμα μπλε. Υπήρχε ένα ενυδρείο με λίγα ψάρια. Πίσω του καθισμένοι ήταν άτομα που δείχνανε να με περιφρονούν. Σκέφτηκα πως καλό θα ήταν να κατεβεί από την πλάτη μου η κοπέλα. Πήγα να πιάσω τα πόδια της χωρίς επιτυχία. Κάπου είχε πέσει στις σκοτεινές σκάλες.
 Νιώθοντας ντροπή και απογοήτευση που δεν τίμησα την υπόσχεση εμπιστοσύνης που της έδωσα, έτρεξα να την βρω. Όμως αυτή ήταν άφαντη.
 Γύρισα στο μπλε δωμάτιο προδομένος από τον εαυτό μου. Προχώρησα και έφτασα στο πιο φωτεινό κομμάτι του. Ο τοίχος εκεί ήταν γυάλινος. Έξω από αυτόν υπήρχε θάλασσα. Το δωμάτιο ήταν υποθαλάσσιο.
 Μπροστά του, ήταν όλα τα άτομα που με γέλια έδειχναν την περιφρόνηση τους. Δύο όμως ήταν μπροστά από αυτά, ξεχώριζαν. Ένας έφηβος και μία κοπέλα. Ο έφηβος γελούσε πιο προκλητικά απο όλους.  Αντιπροσώπευε όλα τα αρνητικά συναισθήματα που τρέφω για τον εαυτό μου, για την ύπαρξη μου.Τον ρώτησα να μου αποκαλύψει τον ρόλο του στην ζωή μου. Γέλασε ακόμα πιο δυνατά.
"Και να σου πω, δεν θα καταλάβεις".
Τα λόγια του με πλήγωσαν. Ή καλύτερα, με στεναχώρησαν, με έκαναν πιο δυστυχισμένο. Αποπειράθηκα να συμφιλιωθώ μαζί του, αγκαλιάζοντας τον. Δέχτηκε την αγκαλιά. Το φρικτό του γέλιο όμως δεν σταμάτησε.
 Γύρισα στην κοπέλα. Ένιωσα την αύρα της να με πατά κάτω με δύναμη. Παρά το μικρό της ύψος, την είδα σαν γίγαντα. Το χαμόγελό της έκρυβε αθοώητα και συνάμα πονηριά. Ούτε αυτη θέλησε να μου αποκαλύψει τον ρόλο της.


Από τότε που βίωσα αυτό το όνειρο, η ομίχλη στην συνείδηση μου άρχισε να αραιώνει. Έχω αρχίσει να κατανοώ την πηγή της οδύνης μου: είναι οι δαίμονες που με κρατάνε με τα σκοτεινά χέρια τους στο χώμα. Είναι ο εαυτός μου που καταστρέφει κάθε επίτευγμα μου, τσακίζοντας μου το ηθικό με την αισχρή αλλά άγια περιφρόνησή του. Είναι τα πάθη που με το χρόνο, σαν καρφιά, σιγά σιγά τρυπάνε την ζωή μου. Είναι η αντοχή μου που αδυνατεί πολλές φορές να συμβαδίσει με την εξέλιξη του εξωτερικού κόσμου. Αρχικά πρέπει να καταλάβω τον λόγο ύπαρξης όλων αυτών.

Μονάχα την ύπαρξη των σκοτεινών δωματίων αδυνατώ να ερμηνεύσω...

Δ.Μ